- ὑπέγκειμαι
- ὑπέγκειμαι,A form an inner layer, cj. for ὑπέρκ- in Sor.1.57.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπέγκειμαι — Α [ἔγκειμαι] 1. σχηματίζω εσωτερικό στρώμα 2. βρίσκομαι σε κατώτερο στρώμα … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek